- κουτός
- 1) bête2) sot
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουτός — ή, ό 1. ανόητος, μωρός 2. αφελής, απονήρευτος, απλοϊκός 3. φρ. «κάνω τον κουτό» προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ απόσπαση από το σύνθ. κουτόμυαλος (< κοττό μυαλος < κοττός «πετεινός» + μυαλό), πρβλ. φυρός… … Dictionary of Greek
κουτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ανόητος, βλάκας, χαζός. 2. αφελής, απονήρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] … Dictionary of Greek
κουτεντές — ο [κουτός] κουτός, ανόητος, αφελής … Dictionary of Greek
κουτιαίνω — 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω 2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + ιαίνω (πρβλ. χλομ ιαίνω)] … Dictionary of Greek
κουτοφέρνω — είμαι κάπως κουτός, κλίνω προς την κουταμάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + φέρνω (πρβλ. χαζο φέρνω)] … Dictionary of Greek
κουτούλης — ο (υποκορ. τού κουτός) κάπως κουτός, χαζούλης … Dictionary of Greek
κουτούλης — ο υποκορ. του κουτός ο κάπως κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτούλιακας — ο μεγεθυντικό του κουτός πολύ κουτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μόρυχος — Μόρυχος, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή τού τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού 2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» πάρα πολύ κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω] … Dictionary of Greek
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek